Μαρία Τουλουπάκη
Η φυσιολογική καρδιά
Αρχικά παραθέτουμε βασικές και απλοποιημένες κατά το δυνατόν, πληροφορίες για τη φυσιολογική καρδιά προκειμένου να διευκολυνθεί η κατανόηση των ενοτήτων που ακολουθούν σχετικά με τις καρδιαγγειακές παθήσεις.
Η καρδιά είναι ένας μυς ο οποίος λειτουργεί ως αντλία που προωθεί το φλεβικό (μη οξυγονωμένο) αίμα στην πνευμονική κυκλοφορία και το αρτηριακό (οξυγονωμένο) αίμα στη συστηματική κυκλοφορία. Αποτελείται από τέσσερις κοιλότητες: δύο κόλπους, τον αριστερό και το δεξιό και δύο κοιλίες την αριστερή και τη δεξιά.
Αναλυτικότερα, ο δεξιός κόλπος δέχεται το μη οξυγονωμένο αίμα από το φλεβικό σύστημα και διαμέσου της τριγλώχινας βαλβίδας το προωθεί στη δεξιά κοιλία. Από εκεί δια της πνευμονικής βαλβίδας το αίμα περνάει στην πνευμονική κυκλοφορία για να οξυγονωθεί. Εν συνεχεία, το οξυγονωμένο αίμα εισέρχεται στον αριστερό κόλπο και διαμέσου της μιτροειδούς βαλβίδας στην αριστερή κοιλία. Από εκεί προωθείται στη συστηματική κυκλοφορία δια της αορτικής βαλβίδας προκειμένου να τροφοδοτήσει όλα τα όργανα με οξυγόνο και θρεπτικά συστατικά.
Το τοίχωμα της καρδιάς αποτελείται από τρία «στρώματα». Το ενδοκάρδιο, που είναι ένα λεπτό εσωτερικό στρώμα. Το μυοκάρδιο που είναι η παχιά μυϊκή στοιβάδα η οποία συσπάται για να προωθήσει το αίμα. Το περικάρδιο που αποτελεί τον προστατευτικό σάκο που περιβάλει την καρδιά και περιέχει μια μικρή ποσότητα περικαρδιακού υγρού που δρά ως «λιπαντικό».
Η καρδιά όμως είναι μια αντλία που εκτός από τον καρδιακό μυ, διαθέτει «ηλεκτρικό» και «υδραυλικό» σύστημα.
Το «ηλεκτρικό» ή αλλιώς ερεθισματαγωγό σύστημα της καρδιάς. Η σύσπαση του καρδιακού μυός προκαλείται από ένα επαναλαμβανόμενο ηλεκτρικό σήμα που ακολουθεί συγκεκριμένη πορεία. Φυσιολογικά, το ηλεκτρικό σήμα «γεννάται» στο φυσικό βηματοδότη της καρδιάς ,το φλεβόκομβο, ο οποίος εντοπίζεται στο δεξιό κόλπο. Ο φλεβόκομβος στέλνει ηλεκτρικά σήματα που κάνουν τους κόλπους να συσπώνται και να προωθούν το αίμα στις κοιλίες. Εν συνεχεία το ηλεκτρικό ερέθισμα περνάει στις κοιλίες από ένα «συνεκτικό κουτί» τον κολποκοιλιακό κόμβο και κάνει τις κοιλίες να συσπασθούν για να προωθήσουν το αίμα προς το υπόλοιπο σώμα, όπως περιγράψαμε παραπάνω.
Το «υδραυλικό» σύστημα της καρδιάς – Στεφανιαία αγγεία. Ο καρδιακός μυς τροφοδοτείται με αίμα, «αρδεύεται», από τις στεφανιαίες αρτηρίες. Οι στεφανιαίες αρτηρίες περιλαμβάνουν την αριστερή (η οποία ξεκινάει από ένα κοινό κορμό, το στέλεχος, που διακλαδίζεται για να δώσει τον πρόσθιο κατιόντα κλάδο και την περισπώμενη αρτηρία) και τη δεξιά στεφανιαία αρτηρία. Τα στεφανιαία αγγεία εκφύονται από την αορτική ρίζα, πορεύονται επικαρδιακά και διακλαδίζονται για να δώσουν πολλούς μικρότερους κλάδους στην πορεία τους.
Μυοκαρδιοπάθειες
Ο όρος μυοκαρδιοπάθειες περιλαμβάνει μια ετερογενή ομάδα από κληρονομικές παθήσεις του καρδιακού μυός όπως είναι η υπερτροφική, η διατατική, η αρρυθμιογόνος και η περιοριστική μυοκαρδιοπάθεια.
Υπερτροφική μυοκαρδιοπάθεια
Η Υπερτροφική μυοκαρδιοπάθεια αποτελεί την πιο συχνή κληρονομική μυοκαρδιοπάθεια. Εμφανίζεται σε 1 στα 500 άτομα παγκοσμίως, ποσοστό που αντιστοιχεί τουλάχιστον σε 20.000 ασθενείς στην Ελλάδα. Ωστόσο, με την εισαγωγή των προηγμένων απεικονιστικών τεχνικών, του συστηματικού οικογενειακού προληπτικού αλλά και του γονιδιακού ελέγχου, η νόσος φαίνεται να είναι ακόμα συχνότερη.
Χαρακτηρίζεται από ανεξήγητη υπερτροφία (πάχυνση) των καρδιακών τοιχωμάτων. Οι ασθενείς με υπερτροφική μυοκαρδιοπάθεια εμφανίζουν μεγάλη ετερογένεια μορφολογικών και κλινικών χαρακτηριστικών. Ωστόσο η πλειοψηφία των ασθενών εμφανίζει καλοήθη πορεία.
Μέχρι και σήμερα δεν υπάρχουν θεραπείες που να αλλάζουν τη φυσική πορεία της νόσου.
Η φαρμακευτική αγωγή που χρησιμοποιείται ευρέως επί του παρόντος αφορά σε σκευάσματα μη ειδικά για τη νόσο όπως είναι οι β αναστολείς, οι αναστολείς διαύλου ασβεστίου και η δισοπυραμίδη.
Πρόσφατα, προστέθηκε στη φαρέτρα μας ένας νέος «ειδικός» για τη νόσο παράγοντας, το mavacamten, το οποίο φαίνεται να βελτιώνει τη συμπτωματολογία και την ικανότητα για άσκηση κυρίως σε ασθενείς που εμφανίζουν απόφραξη στο χώρο εξόδου της αριστερής κοιλίας.
Πέραν της φαρμακευτικής αγωγής, η θεραπευτική αντιμετώπιση μπορεί να περιλαμβάνει εμφύτευση απινιδωτικών συσκευών για την αντιμετώπιση επικίνδυνων αρρυθμιών που προέρχονται κατά κύριο λόγο από τις κοιλίες.
Σε ασθενείς που εμφανίζουν σημαντική απόφραξη στο χώρο εξόδου της αριστερής κοιλίας (ΧΕΑΚ) δηλαδή στο σημείο όπου το αίμα εξέρχεται από την αριστερή κοιλία προς την αορτή, μπορεί να εφαρμοστεί και επεμβατική θεραπεία.
Η επεμβατική θεραπεία της απόφραξης στο ΧΕΑΚ περιλαμβάνει τη χειρουργική μείωση του μεσοκοιλιακού διαφράγματος (μυεκτομή) και την κατάλυση του μεσοκοιλιακού διαφράγματος με αλκοόλη. Είναι γεγονός ότι αμφότερες οι μέθοδοι απαιτούν μεγάλη εμπειρία και για αυτό εφαρμόζονται μόνο σε λίγα κέντρα υψηλής εξειδίκευσης.
Διατατική Μυοκαρδιοπάθεια
Η διατατική μυοκαρδιοπάθεια είναι μια πάθηση του καρδιακού μυός κατά την οποία η καρδιά διατείνεται (δηλαδή αυξάνεται σε μέγεθος) και μειώνεται η λειτουργικότητά της, δηλαδή η ικανότητα της να προωθεί το αίμα αποτελεσματικά προς τους ιστούς. Σε προχωρημένα στάδια της νόσου αναπτύσσεται καρδιακή ανεπάρκεια. Εκτιμάται ότι προσβάλλει από 1 στους 250 έως 1 στους 500, στο γενικό πληθυσμό.
Τα αίτια της διατατικής μυοκαρδιοπάθειας είναι ποικίλα. Σε ένα ποσοστό περίπου 40% των ασθενών τα μπορεί να είναι γενετικά, να αποδίδεται δηλαδή η νόσος σε κάποια γονιδιακή μετάλλαξη ή αλλιώς σε ένα «σφάλμα» στο γονιδίωμα. Ωστόσο, άλλα αίτια είναι:
- Λοιμώδη αίτια (ιογενείς λοιμώξεις)
- Αυτοάνοσα νοσήματα
- Φαρμακευτικά αίτια ( π.χ αντικαρκινικά φάρμακα)
- Τοξίνες (π.χ αλκοόλ)
- Κύηση – λοχεία
- Συστηματικά νοσήματα (σαρκοείδωση, αιμοχρωμάτωση)
- Μεταβολικά νοσήματα (ενδοκρινικές διαταραχές, διατροφικές νόσοι από έλλειψη βιταμινών, ιχνοστοιχείων)
- Νευρομυϊκά νοσήματα
Σε αρκετούς ασθενείς βέβαια μπορεί να συνυπάρχουν περισσότερα του ενός αίτια, για παράδειγμα γενετικά προδιατεθειμένοι ασθενείς έχει φανεί ότι μπορεί να είναι πιο ευπαθείς σε προσβολή του μυοκαρδίου από λοιμώξεις, σε εμφάνιση μυοκαρδιοπάθειας της κύησης/λοχείας ή και προσβολή του μυοκαρδίου από τοξίνες όπως το αλκοόλ. Επιπλέον, διάφορες παθήσεις όπως η υπέρταση, ο σακχαρώδης διαβήτης, οι θυρεοειδοπάθειες και οι ταχυ-αρρυθμίες μπορεί να έχουν επίδραση στην εκδήλωση και την πορεία της μυοκαρδιοπάθειας, επιπροσθέτως των γονιδιακών μεταλλάξεων. Γεγονός που μπορεί να ισχύει για όλους τους τύπους Μυοκαρδιοπαθειών.
Διάγνωση
Η διάγνωση της Διατατικής Μυοκαρδιοπάθειας βασίζεται κατ’ αρχάς στη λήψη ατομικού και οικογενειακού αναμνηστικού και την κλινική εξέταση. Συνήθεις δοκιμασίες που χρησιμοποιούνται για τη διάγνωση και την παρακολούθηση της διατατικής μυοκαρδιοπάθειας και των υποκείμενων αιτίων της είναι:
- Εξετάσεις αίματος
- Ηλεκτροκαρδιογράφημα
- Ακτινογραφία θώρακος
- Διαθωρακικό υπερηχοκαρδιογράφημα
- Μαγνητική Τομογραφία καρδιάς
- Καρδιακός καθετηριασμός (Στεφανιογραφία και δεξιός καρδιακός καθετηριασμός)
- Καρδιοπνευμονική δοκιμασία κόπωσης
Θεραπεία
Η θεραπεία της διατατικής μυοκαρδιοπάθειας είναι στην ουσία η θεραπεία της χρόνιας καρδιακής ανεπάρκειας.
- Φαρμακευτική αγωγή (βαλσαρτάνη/sacubitril, αναστολείς του μετατρεπτικού ενζύμου της αγγειοτασίνης , β αναστολείς, SGLT2 αναστολείς, αναστολείς υποδοχέα αλατοκορτικοστεροειδών διουρητικά της αγκύλης, ανταγωνιστές των υποδοχέων της αγγειοτασίνης ΙΙ).
- Εμφυτεύσιμες συσκευές (εμφυτεύσιμος απινιδωτής)
- Συσκευές υποβοήθησης της αριστερής κοιλίας ή αμφότερων των κοιλιών.
- Μεταμόσχευση καρδιάς σε προχωρημένα στάδια της νόσου
- Αλλαγές στον τρόπο ζωής (διατήρηση φυσιολογικού βάρους, άσκηση, διακοπή καπνίσματος και αλκοόλ, υγιεινή διατροφή, ελεγχόμενη πρόσληψη υγρών κ.α)
Αρρυθμιογόνος Μυοκαρδιοπάθεια
Πρόκειται για μια μορφή κληρονομούμενης μυοκαρδιοπάθειας όπου συνήθως υπερέχει η εμφάνιση αρρυθμιών της δυσλειτουργίας της αριστερής και/ή της δεξιάς κοιλίας. Εμφανίζεται από 1 στα 1000 έως 1στα 5000 άτομα. Για τη νόσο έχουν ενοχοποιηθεί πολλά διαφορετικά γονίδια. Ωστόσο, εμφανίζει ένα πολύ ευρύ φάσμα κλινικών εκδηλώσεων ακόμα και ανάμεσα σε μέλη της ίδιας οικογένειας.
Το φάσμα αυτό εκτείνεται από απλές ηλεκτροκαρδιογραφικές αλλαγές και εκτακτοσυστολική αρρυθμία χωρίς εμφανή δομική καρδιοπάθεια μέχρι αιφνίδιο θάνατο ή σοβαρή καρδιακή ανεπάρκεια που χρήζει μεταμόσχευσης.
Διάγνωση
Η διάγνωση βασίζεται κατ’ αρχάς στη λήψη ατομικού αναμνηστικού και την κλινική εξέταση. Συνήθεις δοκιμασίες που χρησιμοποιούνται για τη διάγνωση και την παρακολούθηση της είναι:
Θεραπεία
Η θεραπεία της αρρυθμιογόνου μυοκαρδιοπάθειας περιλαμβάνει:
- Φαρμακευτική αγωγή (αντιαρρυθμικά, φαρμακευτική αγωγή καρδιακής ανεπάρκειας όταν συνυπάρχει επηρεασμένη συστολική λειτουργικότητα)
- Εμφυτεύσιμες συσκευές (εμφυτεύσιμος απινιδωτής)
- Μεταμόσχευση καρδιάς σε προχωρημένα στάδια της νόσου
- Αλλαγές στον τρόπο ζωής (διατήρηση φυσιολογικού βάρους, άσκηση, διακοπή καπνίσματος και αλκοόλ, υγιεινή διατροφή, ελεγχόμενη πρόσληψη υγρών κ.α).
Περιοριστική Μυοκαρδιοπάθεια
Είναι η σπανιότερη από τις μυοκαρδιοπάθειες. Στην περιοριστική μυοκαρδιοπάθεια, οι κοιλίες μπορεί να διατηρούν φυσιολογική συστολική λειτουργικότητα, δηλαδή να κλείνουν αποτελεσματικά ώστε να προωθήσουν το αίμα στους ιστούς αλλά δεν ανοίγουν αποτελεσματικά ώστε να δεχθούν το αίμα (έχουν επηρεασμένη διαστολική λειτουργία). Επηρεάζοντας την αριστερή, τη δεξιά ή και τις δύο κοιλίες, μπορεί να προκύψουν συμπτώματα δεξιάς ή/και αριστερής καρδιακής ανεπάρκειας.
Επιπλέον μπορεί να παρατηρηθούν αρρυθμίες ή διαταραχές της αγωγής (του ηλεκτρικού συστήματος της καρδιάς).
Τα αίτια της περιοριστικής μυοκαρδιοπάθειας ποικίλλουν και είναι ιδιαιτέρως ετερογενή. Μπορεί να είναι κληρονομικά ή επίκτητα ή και συνδυασμός αυτών.
- Ιδιοπαθής
- Αμυλοείδωση
- Σαρκοείδωση
- Αιμοχρωμάτωση
- Νόσος Fabry
- Νόσοι αποθήκευσης του γλυκογόνου
- Ενδομυοκαρδιακά νοσήματα (ενδομυοκαρδιακή ίνωση/ηωσινοφιλία, καρκινοειδές)
- Σκληρόδερμα
- Ακτινοθεραπεία
- Χημειοθεραπεία
Λόγω της ετερογένειας των νόσων που περιλαμβάνονται κάτω από τον όρο Περιοριστική Μυοκαρδιοπάθεια είναι δύσκολο να εκτιμηθεί η συχνότητα εμφάνισής της στο γενικό πληθυσμό.
Διάγνωση
- Εξετάσεις αίματος για τον προσδιορισμό των υποκείμενων αιτιών
- Ηλεκτροκαρδιογράφημα
- Holter ρυθμού 24ώρου
- Ακτινογραφία θώρακος
- Διαθωρακικό υπερηχοκαρδιογράφημα
- Μαγνητική Τομογραφία καρδιάς
- Καρδιακός καθετηριασμός (Στεφανιογραφία και δεξιός καρδιακός καθετηριασμός)
- Δοκιμασία κόπωσης – Καρδιοπνευμονική δοκιμασία
- Γονιδιακός έλεγχος
- Πιθανώς καρδιακή βιοψία
Θεραπεία
Στοχεύει στην αντιμετώπιση των υποκείμενων αιτιών (π.χ εξειδικευμένες φαρμακευτικές θεραπείες για την αμυλοείδωση). Κατά τ’ άλλα περιλαμβάνει θεραπευτικές στρατηγικές της καρδιακής ανεπάρκειας.
- Φαρμακευτική αγωγή (βαλσαρτάνη/sacubitril, αναστολείς του μετατρεπτικού ενζύμου της αγγειοτασίνης , β αναστολείς, SGLT2 αναστολείς, αναστολείς υποδοχέα αλατοκορτικοστεροειδών διουρητικά της αγκύλης, ανταγωνιστές των υποδοχέων της αγγειοτασίνης ΙΙ).
- Αλλαγές στον τρόπο ζωής (διατήρηση φυσιολογικού βάρους, άσκηση, διακοπή καπνίσματος και αλκοόλ, υγιεινή διατροφή, ελεγχόμενη πρόσληψη υγρών κ.α)
- Εμφυτεύσιμες συσκευές (εμφυτεύσιμος απινιδωτής)
- Μεταμόσχευση καρδιάς σε προχωρημένα στάδια της νόσου.
Επιδημιολογία
Καρδιακή ανεπάρκεια ονομάζουμε το σύνδρομο κατά το οποίο η καρδιά αδυνατεί να προωθήσει επαρκώς το αίμα σε όλο το σώμα προκειμένου να καλύψει τις ανάγκες του. Η επίπτωση φαίνεται να αυξάνεται με την ηλικία: από 1% σε ηλικίες <55 ετών φτάνει >10% σε ηλικίες από 70 ετών και πάνω.
Αίτια καρδιακής ανεπάρκειας
Η αιτιολογία της καρδιακής ανεπάρκειας είναι ποικίλη. Πολλές διαφορετικές παθήσεις αλλά και εξωτερικά/περιβαλλοντικά αίτια μπορεί να οδηγήσουν σε καρδιακή ανεπάρκεια. Τα κυριότερα αίτια είναι:
- Στεφανιαία νόσος (έμφραγμα του μυοκαρδίου, ισχαιμική μυοκαρδιοπάθεια)
- Αρτηριακή υπέρταση ιδιαίτερα όταν παραμένει πλημμελώς ελεγχόμενη επί μακρόν
- Βαλβιδοπάθειες διαφορετικής αιτιολογίας
- Αρρυθμίες (κολπικές και κοιλιακές)
- Μυοκαρδιοπάθειες όπως διατατική, υπερτροφική, αρρυθμιογόνος και περιοριστική μυοκαρδιοπάθεια.
- Συγγενείς καρδιοπάθειες
- Λοιμώδη αίτια (μυοκαρδίτιδα, HIV κτλ)
- Φαρμακευτικά αίτια ( π.χ αντικαρκινικά φάρμακα)
- Τοξίνες (αλκοόλ, κοκαΐνη)
- Διηθητικά νοσήματα όπως η αμυλοειδωση
- Αθροιστικά νοσήματα (νόσος Fabry, αιμοχρωμάτωση, νόσοι αποθήκευσης του γλυκογόνου)
- Ενδομυοκαρδιακά νοσήματα (ενδομυοκαρδιακή ίνωση/ηωσινοφιλία, καρκινοειδές)
- Νόσοι του περικαρδίου
- Ακτινοθεραπεία
- Μεταβολικά νοσήματα (ενδοκρινικές διαταραχές, διατροφικές νόσοι από έλλειψη βιταμινών, ιχνοστοιχείων)
- Αυτοάνοσα νοσήματα
- Νευρομυϊκά νοσήματα (Friedreich’s ataxia , μυϊκή δυστροφία)
Συμπτώματα
Τα συχνότερα συμπτώματα της καρδιακής ανεπάρκειας είναι:
- Δύσπνοια (προσπάθειας ή ηρεμίας)
- Ορθόπνοια (δύσπνοια στην ύπτια θέση)
- Παροξυσμική νυκτερινή δύσπνοια
- Κόπωση
- Μειωμένη αντοχή στην άσκηση
- Οίδημα (κυρίως στα κάτω άκρα)
- Αύξηση σωματικού βάρους
- Νυκτερινός βήχας
- Μειωμένη όρεξη
- Αίσθημα παλμών
Διάγνωση
Η διάγνωση βασίζεται κατ’αρχάς στη λήψη ατομικού αναμνηστικού και την κλινική εξέταση. Συνήθεις δοκιμασίες που χρησιμοποιούνται για τη διάγνωση και την παρακολούθηση της καρδιακής ανεπάρκειας και των υποκείμενων αιτίων της είναι:
- Εξετάσεις αίματος
- Διαθωρακικό υπερηχοκαρδιογράφημα
- Ακτινογραφία θώρακος
- Ηλεκτροκαρδιογράφημα
- Μαγνητική Τομογραφία καρδιάς
- Καρδιακός καθετηριασμός (Στεφανιογραφία και δεξιός καρδιακός καθετηριασμός)
- Δυναμικό υπερηχοκαρδιογράφημα
Θεραπεία
Η θεραπεία της καρδιακής ανεπάρκειας περιλαμβάνει:
- Αλλαγές στον τρόπο ζωής (διατήρηση φυσιολογικού βάρους, άσκηση, διακοπή καπνίσματος και αλκοόλ, υγιεινή διατροφή, ελεγχόμενη πρόσληψη υγρών κ.α)
- Φαρμακευτική αγωγή (βαλσαρτάνη/sacubitril, αναστολείς του μετατρεπτικού ενζύμου της αγγειοτασίνης , β αναστολείς, SGLT2 αναστολείς, αναστολείς υποδοχέα αλατοκορτικοστεροειδών διουρητικά της αγκύλης, ανταγωνιστές των υποδοχέων της αγγειοτασίνης ΙΙ).
- Εμφυτεύσιμες συσκευές (εμφυτεύσιμος απινιδωτής)
- Μεταμόσχευση καρδιάς σε προχωρημένα στάδια της νόσου.
Καρδιαγγειακή νόσος – Στεφανιαία νόσος
Πρόκειται για τη συχνότερη καρδιακή νόσο. Επηρεάζει τις στεφανιαίες αρτηρίες (δηλ. τα αγγεία που τροφοδοτούν με αίμα τον καρδιακό μυ) αλλά και το λοιπό κυκλοφορικό σύστημα. Οι αρτηρίες εμφανίζουν στένωση του αυλού τους καθώς συσσωρεύεται αθήρωμα (λιπώδες υλικό). Οι κυριότερες εκδηλώσεις της είναι η στεφανιαία νόσος (στηθάγχη και έμφραγμα του μυοκαρδίου) και το εγκεφαλικό.
Οι περισσότεροι γνωρίζουμε ότι η καρδιαγγειακή νόσος σχετίζεται με παράγοντες κινδύνου όπως είναι ο σακχαρώδης διαβήτης, η αρτηριακή υπέρταση, η υψηλή χοληστερόλη, το κάπνισμα, η παχυσαρκία και η καθιστική ζωή. Ωστόσο, μπορεί να προληφθεί αναγνωρίζοντας έγκαιρα και τροποποιώντας τους παραπάνω παράγοντες. Φυσικά η κληρονομικότητα αποτελεί έναν επιπλέον μη τροποποιήσιμο προδιαθεσικό παράγοντα καρδιαγγειακής νόσου.
Συμπτώματα – Σημεία
Τα συνήθη συμπτώματα του εμφράγματος του μυοκαρδίου είναι:
- Προκάρδιο άλγος (πιεστικό ή συσφιγκτικό)
- Επέκταση του πόνου στα χέρια, στη ράχη, στην κάτω γνάθο, το λαιμό ή το στομάχι
- Δύσπνοια
- Κρύος ιδρώτας
- Ναυτία/ έμετος
- Ζάλη/ απώλεια αισθήσεων
Αλλά και λιγότερο ειδικά συμπτώματα όπως:
- Δυσπεψία
- Έντονη /ασυνήθιστη κόπωση
- Αίσθημα παλμών
- Διαταραχές ύπνου
- Αιφνίδιας έναρξης άγχος/σύγχυση
Η καρδιαγγειακή νόσος μπορεί να εκδηλώνεται διαφορετικά στις γυναίκες σε σύγκριση με τους άντρες. Το συχνότερο σύμπτωμα και για τα δύο φύλα είναι ο πόνος στο στήθος. Ωστόσο οι γυναίκες είναι πιθανότερο να αναφέρουν κι άλλα, λιγότερο τυπικά συμπτώματα.
Πρόληψη
Η καρδιαγγειακή νόσος προλαμβάνεται με:
- Άσκηση – σύμφωνα με τις πρόσφατες οδηγίες της Ευρωπαϊκής Καρδιολογικής εταιρείας συνιστώνται τουλάχιστον 150 λεπτά μέτριας έντασης αερόβια άσκηση την εβδομάδα (~20 λεπτά την ημέρα) σε όλους τους υγιείς ενήλικες
- Υγιεινή διατροφή – κατανάλωση περισσότερων φυτικών ινών και λιγότερων επεξεργασμένων τροφών
- Απώλεια βάρους
- Διακοπή καπνίσματος
- Μείωση του στρες στην καθημερινότητα
- Επαρκή ύπνο
- Περιορισμένη πρόσληψη αλκοόλ ποτό /ημέρα
- Γνώση των επιπέδων της χοληστερόλης και της αρτηριακής σας πίεσης.
- Ελέγξτε αν είστε διαβητικοί ή σε κίνδυνο για διαβήτη.
Θεραπεία
Εκτός από την αλλαγή στον τρόπο ζωής σας που έχει τόσο προληπτικό όσο και θεραπευτικό ρόλο, η θεραπεία της καρδιαγγειακής νόσου μπορεί να περιλαμβάνει:
Φαρμακευτική αγωγή: Ασθενείς με καρδιαγγειακή νόσο ή αυξημένου κινδύνου να εμφανίσουν στο μέλλον καρδιαγγειακή νόσο, χρειάζονται συχνά φαρμακευτική αγωγή. Η αγωγή βοηθά στον έλεγχο της αρτηριακής πίεσης, της χοληστερόλης, του σακχάρου αλλά συμβάλει και στην αντιμετώπιση συμπτωμάτων όπως η στηθάγχη, στην πρόληψη και αντιμετώπιση διαταραχών του καρδιακού ρυθμού και του σχηματισμού θρόμβων.
Διακαθετηριακή αντιμετώπιση – Αγγειοπλαστική/ τοποθέτηση ενδοστεφανιαίας πρόθεσης (stent): Με αυτή τη μέθοδο γίνεται διάνοιξη των στενωμένων/αποφραγμένων, από αθηρωματικές πλάκες και/ή θρόμβους στεφανιαίων αρτηριών (που τροφοδοτούν με αίμα τον καρδιακό μυ). Αυτό έχει ως αποτέλεσμα την αποκατάσταση της ροής του αίματος. Η εξέταση γίνεται από επεμβατικούς καρδιολόγους. Ένας καθετήρας προωθείται συνήθως από την περιοχή του καρπού ή λιγότερα συχνά πλέον του μηρού έως την καρδιά. Η ενδοστεφανιαία πρόθεση ή αλλιώς stent είναι ένα μικρό κυλινδρικό μεταλλικό πλέγμα που τοποθετείται μέσα στη στεφανιαία αρτηρία για να τη διατηρήσει βατή.
Χειρουργική αντιμετώπιση- τοποθέτηση στεφανιαίων μοσχευμάτων (by pass): Πρόκειται για ανοιχτή χειρουργική επέμβαση όπου ο καρδιοχειρουργός τοποθετεί μοσχεύματα για να παρακάμψει τις αποφραγμένες στεφανιαίες αρτηρίες.
Αρρυθμίες
Με τον όρο αρρυθμίες εννοούμε διαταραχές στο ρυθμό της καρδιάς. Τις διακρίνουμε σε ταχυαρρυθμίες κα βραδυαρρυθμίες ανάλογα με την καρδιακή συχνότητα.
Οι αρρυθμίες μπορεί να προέρχονται από την περιοχή των κοιλιών της καρδιάς οπότε τις χαρακτηρίζουμε ως «κοιλιακές» ή από την περιοχή των κόλπων και χαρακτηρίζονται ως «υπερκοιλιακές».
Οι αρρυθμίες μπορεί να γίνονται αντιληπτές με διαφορετικό τρόπο ανάλογα με τη συχνότητα, τη διάρκεια, το είδος τους αλλά και τυχόν υποκείμενα δομικά ή λειτουργικά καρδιολογικά νοσήματα. Συνήθως περιγράφονται ως «ταχυκαρδίες», «φτερούγισμα», «σαν να χάνει η καρδιά κάποιους παλμούς». Μπορεί να συνοδεύονται από ζάλη, συγκοπτικό ή προσυγκοπτικό επεισόδιο, δύσπνοια, κόπωση ή προκάρδιο άλγος.
Η διάγνωση γίνεται συνήθως με το ηλεκτροκαρδιογράφημα εάν αυτό πραγματοποιηθεί κατά τη διάρκεια της αρρυθμίας. Αν οι αρρυθμίες συμβαίνουν διαλειπόντως, η διάγνωσή τους μπορεί να γίνει είτε με holter ρυθμού είτε με εμφυτεύσιμο holter. Σήμερα, πλέον μια αρχική καταγραφή μπορεί να γίνει και από συγκεκριμένα smartwatches που διαθέτουν κατάλληλο λογισμικό, αλλά και από μικρές φορητές συσκευές καταγραφής του καρδιακού ρυθμού σε σύνδεση με το κινητό τηλέφωνο (ΑliveCor). Η αξιολόγηση των ανωτέρω γίνεται σε επικοινωνία με το θεράποντα ιατρό.
Οι υπερκοιλιακές αρρυθμίες οι οποίες έχουν διάφορούς τύπους ανάλογα με την εστία προέλευσής τους και το μηχανισμό τους γενικά θεωρούνται πιο «αθώες» καθώς προκαλούν σπανιότερα συγκοπτικά επεισόδια, αιμοδυναμική αστάθεια ή αιφνίδιο καρδιακό θάνατο και γίνονται καλά ανεκτές ιδιαίτερα από ασθενείς χωρίς παθολογικό καρδιολογικό υπόβαθρο. Για την αντιμετώπιση τους πέραν από κάποιους αρχικούς χειρισμούς (δοκιμασία Valsalva, μάλαξη καρωτιδικού κόλπου ή οφθαλμικών βολβών) χορηγείται φαρμακευτική αγωγή και πραγματοποιείται κατάλυση της εστίας από την οποία προέρχονται (όταν αυτό είναι εφικτό). Στις υπερκοιλιακές αρρυθμίες ανήκει και η κολπική μαρμαρυγή, στην οποία αναφερόμαστε παρακάτω.
Οι κοιλιακές αρρυθμίες συνήθως χρήζουν επιπλέον διερεύνησης καθώς μπορεί να σχετίζονται με υποκείμενη δομική ή λειτουργική νόσο π.χ στεφανιαία νόσο, μυοκαρδιοπάθεια, συγγενή καρδιοπάθεια κτλ. Θεωρούνται πιο «επικίνδυνες» αρρυθμίες καθώς μπορεί να προκαλέσουν συγκοπτικά επεισόδια ή και αιφνίδιο καρδιακό θάνατο σε περιπτώσεις που είναι σύμπλοκες και παρατεταμένες. Θεραπευτικά, χορηγείται αντιαρρυθμική φαρμακευτική αγωγή, πραγματοποιείται κατάλυση (ablation) εφόσον είναι εφικτό και στους ασθενείς που ενδείκνυται τοποθετείται απινιδωτική συσκευή.
Κολπική Μαρμαρυγή
Πρόκειται για τη συχνότερη αρρυθμία. Η συχνότητα εμφάνισης της μάλιστα αυξάνεται με την ηλικία. Με τον όρο «κολπική μαρμαρυγή» εννοούμε την πλήρη ηλεκτρική και μηχανική αποδιοργάνωση των κόλπων της καρδιάς. Με άλλα λόγια οι κόλποι αντί να συσπώνται ρυθμικά, συσπώνται χαοτικά. Η διάγνωση γίνεται είτε με ηλεκτροκαρδιογράφημα ή με holter ρυθμού 24ώρου.
Φαίνεται να προσβάλει περίπου το 2% του γενικού πληθυσμού, 4% των ατόμων ≥60 ετών και 11% των ατόμων ≥80 ετών . Υπολογίζεται ότι 1 στους 4 μεσήλικες θα προσβληθεί από κολπική μαρμαρυγή κατά τη διάρκεια της ζωής του.
Τη συναντάμε συχνότερα σε ασθενείς με παθολογικό καρδιολογικό υπόβαθρο όπως στεφανιαία νόσο, βαλβιδοπάθειες, καρδιακή ανεπάρκεια, μυοκαρδιοπάθειες, συγγενείς καρδιοπάθειες αλλά και νοσήματα όπως αρτηριακή υπέρταση, σακχαρώδης διαβήτης, παχυσαρκία, υπερθυρεοειδισμός, πνευμονοπάθειες, υπνική άπνοια, χρόνια νεφρική ανεπάρκεια κ.α.
Η κολπική μαρμαρυγή χαρακτηρίζεται ως χρόνια, παροξυσμική ή εμμένουσα ανάλογα με το χρόνο εμφάνισης της. Τα συμπτώματα των ασθενών με κολπική μαρμαρυγή μπορεί να περιλαμβάνουν αίσθημα παλμών, δύσπνοια, ζάλη, λιποθυμικό επεισόδιο, θωρακικό άλγος, αδυναμία, καταβολή αλλά υπάρχει και ένα ποσοστό ασθενών ~25% που παραμένουν ασυμπτωματικοί.
Λόγω της χαοτικής κίνησης των κόλπων το αίμα λιμνάζει μέσα σε αυτούς και αυτό προδιαθέτει στη δημιουργία θρόμβων. Οι θρόμβοι αυτοί μπορεί να αποσπαστούν και δια της αορτής να εισέλθουν σε περιφερική αρτηρία και να προκαλέσουν είτε κάποιο αγγειακό εγκεφαλικό επεισόδιο είτε κάποιο εμβολικό επεισόδιο σε άλλα περιφερικά αγγεία του σώματος. Ο κίνδυνος εγκεφαλικού αυξάνεται με την ηλικία και φτάνει κατά μέσο όρο 24% το χρόνο σε ασθενείς ≥80 ετών.
Γνωρίζουμε ότι οι ασθενείς με κολπική μαρμαρυγή διατρέχουν 5 φόρες μεγαλύτερο κίνδυνο εμφάνισης αγγειακού εγκεφαλικού επεισοδίου και επίσης έχουν αυξημένο κίνδυνο εμφάνισης καρδιακής ανεπάρκειας και άλλων καρδιαγγειακών επιπλοκών.
Οι κίνδυνοι αυτοί μπορούν να περιοριστούν σε μεγάλο βαθμό τόσο με την αντιμετώπιση τυχόν υποκείμενης νόσου όσο και με τη λήψη κατάλληλης θεραπείας. Η διάρκεια, η συχνότητα (σφύξεις ανά λεπτό) , η επίδραση στην αιμοδυναμική κατάσταση του ασθενούς και η συνύπαρξη άλλων νοσημάτων, καθορίζουν τη θεραπευτική αντιμετώπιση.
Η θεραπεία της μπορεί να περιλαμβάνει αντιαρρυθμικά και/ή αντιπηκτικά φάρμακα ανάλογα με τον θρομβογονικό και τον αιμορραγικό κίνδυνο που εμφανίζει ο ασθενής. Επιπλέον μπορεί να εφαρμοστούν επεμβατικές θεραπείες όπως κατάλυση (ablation) των εστιών της αρρυθμίας επί ενδείξεων.
Βαλβιδοπάθειες
Πρόκειται για ένα γενικό όρο που περιλαμβάνει παθήσεις που μπορεί να αφορούν τις 4 βαλβίδες της καρδιάς, την αορτή, τη μιτροειδή, την τριγλώχινα και την πνευμονική. Οι βαλβίδες όπως έχουν περιγραφεί παραπάνω ανοίγουν και κλείνουν ώστε να ρυθμίζουν τη ροή του αίματος από και προς την καρδιά αλλά και μεταξύ των κοιλοτήτων της. Όταν λειτουργούν σωστά μπορούν να ανοίγουν και να κλείνουν πλήρως.
Οι βαλβιδοπάθειες χωρίζονται σε 2 μεγάλες κατηγορίες: τις ανεπάρκειες και τις στενώσεις. Ωστόσο, υπάρχουν και μεικτές βαλβιδοπάθειες.
Όταν μια βαλβίδα εμφανίζει ανεπάρκεια, δε μπορεί μα κλείσει στεγανά με αποτέλεσμα μια ποσότητα αίματος να παλινδρομεί προς τα πίσω. Όταν μια βαλβίδα εμφανίζει στένωση δεν μπορεί να ανοίξει επαρκώς ώστε το αίμα να περάσει ευχερώς δια αυτής.
Η βαλβίδα που εμφανίζει συχνότερα βαλβιδοπάθεια είναι η αορτική και μάλιστα η στένωση αορτικής είναι η πιο συχνή πρωτοπαθής βαλβιδοπάθεια που χρειάζεται επεμβατική αντιμετώπιση στις χώρες της Ευρώπης και της βόρειας Αμερικής. Μάλιστα η συχνότητα της αυξάνεται με τη γήρανση του πληθυσμού.
Η μιτροειδής και η τριγλώχινα βαλβίδα είναι «κατασκευαστικά» πιο «χαλαρές» βαλβίδες σε σύγκριση με την αορτική και την πνευμονική. Έτσι μια διαφυγή (πολύ ήπια ανεπάρκεια) μιτροειδούς ή τριγλώχινας συναντάμε στο ~75% των ανθρώπων και συνήθως δεν έχει κάποια κλινική σημασία εφόσον η βαλβίδα είναι φυσιολογική ως προς τη δομή της και δεν συνυπάρχει παθολογικό κλινικό πλαίσιο.
Τα αίτια των βαλβιδοπαθειών συνήθως είναι ποικίλα και περιλαμβάνουν συγγενείς παθήσεις (όπως η δίπτυχη αορτική βαλβίδα), ρευματική νόσο, λοιμώξεις (ενδοκαρδίτιδα), εκφυλιστική βαλβιδική νόσο, την ηλικία, συστηματικά (συστηματικός ερυθηματώδης λύκος) καθώς και κληρονομούμενα νοσήματα και την ακτινοθεραπεία. Η λειτουργικότητα των βαλβίδων μπορεί να επηρεαστεί και δευτεροπαθώς όταν προσβάλλονται οι μύες που ελέγχουν το άνοιγμα και το κλείσιμό τους (θηλοειδείς μύες), η αορτή, το μυοκάρδιο, σε καταστάσεις όπως η καρδιακή ανεπάρκεια, η ισχαιμική καρδιοπάθεια/ το έμφραγμα του μυοκαρδίου, το ανεύρυσμα της αορτής.
Συμπτώματα
Οι βαλβιδοπάθειες μπορεί να εμφανιστούν οξέως ή χρονίως. Όταν μια βαλβιδοπάθεια εμφανίζεται σταδιακά μπορεί να υπάρχουν ελάχιστα ή και καθόλου συμπτώματα μέχρι η νόσος να φτάσει σε πολύ προχωρημένο στάδιο. Αν εμφανιστεί οξέως/ξαφνικά τα συμπτώματα είναι πιο θορυβώδη.
Συνήθη συμπτώματα των βαλβιδοπαθειών αποτελουν:
- Δύσπνοια
- Θωρακικό άλγος
- Συγκοπτικό/προσυγκοπτικό επεισόδιο
- Αρρυθμίες
Διάγνωση
Η διάγνωση βασίζεται στην κλινική εξέταση και τη λήψη ατομικού αναμνηστικού.
Συνήθεις δοκιμασίες που χρησιμοποιούνται για τη διάγνωση και την παρακολούθηση των βαλβιδοπαθειών:
- Διαθωρακικό υπερηχοκαρδιογράφημα
- Διοισοφάγειο υπερηχοκαρδιογράφημα
- Δοκιμασία κόπωσης
- Δυναμικό υπερηχοκαρδιογράφημα
- Μαγνητική Τομογραφία καρδιάς
- Αξονική Τομογραφία καρδιάς
- Καρδιακός καθετηριασμός (Στεφανιογραφία και δεξιός καρδιακός καθετηριασμός)
- Εργαστηριακός έλεγχος
Θεραπεία
Η θεραπευτική αντιμετώπιση καθορίζεται από διάφορους παράγοντες όπως τη σοβαρότητα της βαλβιδοπάθειας, το χρόνο εμφάνισής της, τα συμπτώματα τους ασθενούς, τα συνοδά νοσήματα, την ηλικία κ.α.
Περιλαμβάνει φαρμακευτική αγωγή που στόχο έχει την αντιμετώπιση υποκείμενων νοσημάτων και τη βελτίωση της συμπτωματολογίας. Ενώ σε πιο προχωρημένα στάδια των βαλβιδικών νόσων η θεραπεία είναι συνήθως επεμβατική. Το είδος της παρέμβασης, ο τύπος της βαλβίδας καθώς και οι τεχνικές που θα χρησιμοποιηθούν επιλέγονται από εξειδικευμένη διεπιστημονική ομάδα ειδικών καρδιολόγων και καρδιοχειρουργών.
Γυναίκα και Καρδιά
Ο μύθος ότι η καρδιαγγειακή νόσος είναι γένους αρσενικού έχει καταρριφθεί προ πολλού. Η καρδιαγγειακή νόσος αποτελεί την πρώτη αιτία θανάτου μεταξύ των γυναικών παγκοσμίως, αιτία μάλιστα πολύ συχνότερη από τον καρκίνο του μαστού.
Γνωρίζουμε πλέον ότι οι γυναίκες εμφανίζουν ειδικούς «θηλυκούς» παράγοντες κινδύνου για καρδιαγγειακά νοσήματα που σχετίζονται με την κύηση και το ορμονικό τους προφίλ. Αυτοί περιλαμβάνουν την πρόωρη εμμηνόπαυση /εμμηνόπαυση, το σύνδρομο πολυκυστικών ωοθηκών, το ιστορικό επιπλοκών της κύησης (π.χ ιστορικό προεκλαμψίας, σακχαρώδη διαβήτη κύησης, αποβολών, πρόωρου τοκετού) αλλά και τα αυτοάνοσα νοσήματα και τη λήψη θεραπειών για τον καρκίνο του μαστού. Επιπλέον και οι κλασικοί προδιαθεσικοί παράγοντες όπως ο σακχαρώδης διαβήτης, η αρτηριακή υπέρταση και η υψηλή χοληστερόλη φαίνεται να επιδρούν πιο ισχυρά στις γυναίκες.
Τέλος, οι διαγνωστικές και θεραπευτικές μέθοδοι που εφαρμόζονται στους άνδρες με καρδιακά νοσήματα δεν μπορούν αυτονόητα και αυτόματα να αντιστοιχηθούν και να εφαρμοστούν στις γυναίκες.
Kαρδιοογκολογία
Οι θεραπείες κατά του καρκίνου έχουν συντελέσει σημαντικά στη βελτίωση της επιβίωσης από τη νόσο αυτή καθαυτή, αλλά ταυτόχρονα έχει παρατηρηθεί αύξηση στη θνησιμότητα και τη θνητότητα των ογκολογικών ασθενών λόγω των ανεπιθύμητων ενεργειών τους.
Οι καρδιαγγειακές επιπλοκές είναι από τις συχνότερες και σημαντικότερες επιπλοκές των αντικαρκινικών θεραπειών και μπορεί να αφορούν είτε σε άμεση καρδιοτοξικότητα είτε σε επιτάχυνση της εμφάνισης καρδιαγγειακής νόσου σε ασθενείς με κλασικούς προδιαθεσικούς παράγοντες. Οι επιπτώσεις μπορεί να εμφανιστούν άμεσα μετά τη χορήγηση θεραπείας ή και όψιμα.
Ειδικότερα, οι θεραπείες κατά του καρκίνου έχουν συσχετιστεί με δυσλειτουργία του μυοκαρδίου και καρδιακή ανεπάρκεια, με νόσο του περικαρδίου, στεφανιαία νόσο, βαλβιδική νόσο, αρρυθμίες, συστηματική και πνευμονική αρτηριακή υπέρταση, θρομβοεμβολική νόσο, περιφερική αγγειακή νόσο και αγγειακό εγκεφαλικό επεισόδιο.Κατανοούμε λοιπόν ότι οι στρατηγικές πρόληψης είναι αδιαμφησβήτητης σημασίας προκειμένου να περιοριστούν οι παραπάνω επιπτώσεις των χημειοθεραπειών και των ακτινοθεραπειών στο καρδιαγγειακό σύστημα. Αυτές περιλαμβάνουν τόσο την πρωτογενή (σε όλους τους ασθενείς που λαμβάνουν καρδιοτοξικές θεραπείες) όσο και τη δευτερογενή (σε ασθενείς με δυσλειτουργία του μυοκαρδίου) πρόληψη.
Οι καρδιο-προστατευτικές στρατηγικές περιλαμβάνουν ενδελεχή καρδιολογικό έλεγχο με ηλεκτροκαρδιογράφημα, κλινική εξέταση, λήψη ατομικού αναμνηστικού και εργαστηριακό έλεγχο προς αποκλεισμό συνυπαρχόντων προδιαθεσικών παραγόντων για καρδιαγγειακή νόσο ή ήδη υπάρχοντος σχετικού ιστορικού, αλλά και υπερηχογράφημα καρδιάς, ιδανικά με χρήση τεχνικών εκτίμησης της μυοκαρδιακής παραμόρφωσης (global longitudinal strain) και τρισδιαστατης ηχωκαρδιογραφίας. Ο παραπάνω έλεγχος πρέπει να γίνεται πριν την έναρξη της θεραπείας αλλά και ανά τακτά διαστήματα κατά τη διάρκεια αυτής που καθορίζονται τόσο από το ιστορικό του ασθενούς όσο κι από το είδος της θεραπείας που λαμβάνει. Επιπλέον φαρμακευτικοί παράγοντες όπως οι β-αναστολείς, οι αναστολείς του μετατρεπτικού ενζύμου της αγγειοτενσίνης και οι στατίνες φαίνεται να έχουν καρδιοπροστατευτική δράση.
Συνεπώς, οι ογκολογικοί ασθενείς πρέπει να λαμβάνουν συστηματική καρδιολογική φροντίδα που να στοχεύει τόσο στην πρόληψη όσο και στη θεραπεία καρδιαγγειακής νόσου σχετιζόμενης με τις αντικαρκινικές θεραπείες.
Δυσλιπιδαιμίες
Πρόκειται για διαταραχές, ποσοτικές ή ποιοτικές, στο μεταβολισμό των λιπιδίων (HDL-χοληστερόλη, LDL- χοληστερόλη, τριγλυκερίδια). Οι δυσλιπιδαιμίες μπορεί να οφείλονται τόσο σε κληρονομικούς όσο και σε περιβαλλοντικούς παράγοντες (κακή διατροφή, έλλειψη άσκησης, παχυσαρκία).
Η διάγνωση γίνεται με μία απλή εξέταση αίματος. Ωστόσο μπορεί κι από την κλινική εξέταση να προκύψουν ευρήματα όπως περιοφθαλμικά ξανθελάσματα, ξανθώματα τενόντων, γεροντότοξο (μία λευκόχρωη στεφάνη στην ίριδα του ματιού).
Ποιους ελέγχουμε για δυσλιπιδιμίες ?
- Άνδρες άνω των 40 ετών και μετα-εμμηνοπαυσιακές γυναίκες
- Άτομα με αθηροσκληρωτική νόσο ανεξάρτητα από την ηλικία ή με κλινικά ευρήματα ενδεικτικά δυσλιπιδαιμίας
- Ασθενείς με σακχαρώδη διαβήτη ανεξάρτητα από την ηλικία
- Ασθενείς με χρόνια νεφρική νόσο
- Άτομα με οικογενειακό ιστορικό πρώιμης στεφανιαίας νόσου
- Άτομα με αρτηριακή υπέρταση
- Άτομα με χρόνια φλεγμονώδη νοσήματα (ερυθηματώδης λύκος, ρευματοειδής αρθρίτιδα, ψωρίαση ή σύνδρομο επίκτητης ανοσοανεπάρκειας)
- Ενήλικα άτομα που καπνίζουν
- Ενήλικα άτομα με σεξουαλική δυσλειτουργία
- Υπέρβαρα και παχύσαρκα άτομα με δείκτη μάζας σώματος (BMI) >27 kg/m2
- Συγγενείς ατόμων με κληρονομικές διαταραχές των λιπιδίων
- Παιδιά με κληρονομικό ιστορικό υπερλιπιδαιμίας ή καρδιαγγειακής νόσου ή άλλους παράγοντες κινδύνου
Οι δυσλιπιδαιμίες προδιαθέτουν σε καρδιαγγειακή νόσο δηλαδή σε έμφραγμα του μυοκαρδίου και αγγειακά εγκεφαλικά επεισόδια. Κατά τη διάγνωση, υπολογίζεται ο κίνδυνος εμφάνισης καρδιαγγειακών συμβαμάτων με τη χρήση ειδικών αλγορίθμων που λαμβάνουν υπόψιν τους πέρα από τα επίπεδα των λιπιδίων, την ηλικία, το φύλο, τη φυλή του ασθενούς και τους λοιπούς συνυπάρχοντες προδιαθεσικούς παράγοντες.
Εν συνεχεία καθορίζεται η θεραπεία, που μπορεί να περιλαμβάνει τόσο αλλαγές στον τρόπο ζωής (υγιεινή διατροφή, άσκηση, διακοπή καπνίσματος, απώλεια βάρους κλπ) που μπορεί από μόνες τους να είναι αρκετές για τη ρύθμιση των λιπιδίων σε κάποιους ασθενείς όσο και φαρμακευτική αγωγή. Οι ασθενείς τίθενται σε παρακολούθηση και η φαρμακευτική αγωγή προσαρμόζεται αναλόγως.
Αρτηριακή Υπέρταση
Η αρτηριακή υπέρταση προσβάλει ~ 30% του πληθυσμού παγκοσμίως και γίνεται όλο και συχνότερη όσο αυξάνει η ηλικία, με επιπολασμό μεγαλύτερο από 60% σε ανθρώπους άνω των 60 ετών. Μάλιστα, με τη γήρανση του πληθυσμού, την υιοθέτηση καθιστικού τρόπου ζωής, την αύξηση της παχυσαρκίας, αναμένεται να αυξηθεί ακόμη περισσότερο ο αριθμός των υπερτασικών ασθενών.
Σύμφωνα με τις κατευθυντήριες οδηγίες της Ευρωπαϊκής Καρδιολογικής Εταιρείας ως αρτηριακή υπέρταση ορίζεται η αρτηριακή πίεση που είναι μεγαλύτερη ή ίση από 140/90 mmHg, κατά τη μέτρηση στο ιατρείο.
Ο πρώτος αριθμός αντιστοιχεί στη συστολική αρτηριακή πίεση (ή αλλιώς «μεγάλη», όταν δηλαδή η καρδιά συσπάται για να προωθήσει το αίμα στις αρτηρίες), ενώ ο δεύτερος αριθμός στη διαστολική αρτηριακή πίεση (ή αλλιώς τη «μικρή», όταν η καρδιά χαλαρώνει και δέχεται το αίμα).
Στο ~90% των ασθενών με αρτηριακή υπέρταση δεν αναγνωρίζεται κάποιο υποκείμενο αίτιο, γι αυτό και χαρακτηρίζεται ως ιδιοπαθής. Ωστόσο, σε ένα μικρότερο ποσοστό αναγνωρίζονται διάφορα αίτια (δευτεροπαθής υπέρταση).
Αίτια δευτεροπαθούς υπέρτασης
- Αποφρακτική Υπνική άπνοια
- Νεφρική παρεγχυματική νόσος
- Αθηροσκληρυντική νεφραγγειακή νόσος
- Ινομυώδης δυσπλασία
- Πρωτοπαθής αλδοστερονισμός
- Φαιοχρωμοκύττωμα
- Σύνδρομο Cushing
- Θυρεοειδοπάθεια
- Υπερπαραθυρεοειδισμός
- Στένωση ισθμού αορτής
Η διάγνωση επιτυγχάνεται με μέτρηση στο ιατρείο ή το σπίτι σύμφωνα με τις οδηγίες και σε κάποιες περιπτώσεις με τοποθέτηση holter πίεσης 24ώρου.
Εφόσον τεθεί η διάγνωση, ο ασθενής χρειάζεται να υποβληθεί σε περαιτέρω έλεγχο για να αποκλειστούν δευτεροπαθή αίτια καθώς και βλάβη στα όργανα στόχους: την καρδιά, τον εγκέφαλο, τους νεφρούς, τα μάτια και τα αγγεία. Ο έλεγχος αυτός περιλαμβάνει εργαστηριακές εξετάσεις (αίματος και ούρων), ηλεκτροκαρδιογράφημα, διαθωρακικό υπερηχοκαρδιογράφημα, triplex καρωτίδων, υπέρηχο νεφρών, οφθαλμολογική εξέταση κ.α.
Η αρτηριακή υπέρταση και ιδιαίτερα η πλημμελώς ελεγχόμενη υπέρταση επί μακρόν, αυξάνει την πιθανότητα εμφάνισης στεφανιαίας νόσου, εμφράγματος του μυοκαρδίου, υπερτασικής καρδιοπάθειας, καρδιακής ανεπάρκειας, αγγειακού εγκεφαλικού επεισοδίου (ισχαιμικού και αιμορραγικού), νεφρικής ανεπάρκειας και υπερτασικής αμφιβληστροειδοπάθειας.
Η θεραπευτική αντιμετώπιση της αρτηριακής υπέρτασης περιλαμβάνει αλλαγές στον τρόπο ζωής (μείωση του σωματικού βάρους, άσκηση, διακοπή καπνίσματος, μείωση της κατανάλωσης άλατος) αλλά και φαρμακευτική αγωγή. Ενδιαφέρον προκαλεί το γεγονός ότι μόνο το 50% των ασθενών με αρτηριακή υπέρταση λαμβάνει θεραπεία και από αυτούς μόνο οι μισοί ρυθμίζουν επαρκώς την αρτηριακή τους πίεση.
Οι ασθενείς με αρτηριακή υπέρταση χρήζουν τακτικής καρδιολογικής παρακολούθησης προκειμένου να επιτευχθεί ικανοποιητική ρύθμιση και πρόληψη των επιπλοκών της.